- ἀμφηρικόν
- ἀμφηρικόςscullingmasc acc sgἀμφηρικόςscullingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφηρικός — ἀμφηρικός, ή, ὸν (Α) [ἀμφήρης] ο αμφήρης (ΙΙ) «ἀκάτιον ἀμφηρικόν», μικρή δίκωπη βάρκα (κατά τον Ησύχ. «ληστρικόν, ἐν ᾧ εἷς ἐλαύνει δύο κώπας») … Dictionary of Greek